-
1 ψηφοποιός
ψηφο-ποιός, όν, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψηφοποιός
См. также в других словарях:
ψηφοποιός — όν, Α αυτός που κατασκευάζει ή αγοράζει ψήφους («κλέπτης γὰρ αὐτοῡ ψηφοποιὸς εὑρέθης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + ποιός*] … Dictionary of Greek